Καθώς πλησιάζει η εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου , πέρα από τον ηρωικό αγώνα του λαού μας , μου έρχεται στο μυαλό ένα υπέροχο ποίημα του Ιωάννη Γρυπάρη
(1870-1942), λογοτέχνη , εκπαιδευτικού και μεταφραστή.
Το ποίημα αυτό, "Ο όρθρος των ψυχών" , περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη φρίκη και τη θλίψη που προκαλεί ένας πόλεμος.
Δεν ξέρω , αλλά πάντα δίπλα στις παρουσιάσεις για τα ηρωικά κατορθώματα του λαού μας , βάζω στα παιδιά μεγάλων τάξεων να ακούσουν και αυτό το ποίημα , μελοποιημένο από τα "Υπόγεια ρεύματα", γιατί καμιά φορά χωρίς να το θέλουμε εξιδανικεύουμε τον πόλεμο, παρουσιάζοντας μόνο την ηρωική του πλευρά.
Σας το παραθέτω, ενώ μπορείτε να ακούσετε και την υπέροχη μελοποίηση των "υπόγειων ρευμάτων".
T’ αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη·
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.
Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει,
όπου τ’ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγει,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.
Kι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγά του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό ―κι όχι αυτιά― σπαράζει.
Mα δεν ξυπνάει στον ορθρινό κανένας πεθαμένος,
μόν’ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές, που στα ουράνια πάνε.
(1870-1942), λογοτέχνη , εκπαιδευτικού και μεταφραστή.
Το ποίημα αυτό, "Ο όρθρος των ψυχών" , περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη φρίκη και τη θλίψη που προκαλεί ένας πόλεμος.
Δεν ξέρω , αλλά πάντα δίπλα στις παρουσιάσεις για τα ηρωικά κατορθώματα του λαού μας , βάζω στα παιδιά μεγάλων τάξεων να ακούσουν και αυτό το ποίημα , μελοποιημένο από τα "Υπόγεια ρεύματα", γιατί καμιά φορά χωρίς να το θέλουμε εξιδανικεύουμε τον πόλεμο, παρουσιάζοντας μόνο την ηρωική του πλευρά.
Σας το παραθέτω, ενώ μπορείτε να ακούσετε και την υπέροχη μελοποίηση των "υπόγειων ρευμάτων".
T’ αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη·
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.
Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει,
όπου τ’ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγει,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.
Kι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγά του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό ―κι όχι αυτιά― σπαράζει.
Mα δεν ξυπνάει στον ορθρινό κανένας πεθαμένος,
μόν’ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές, που στα ουράνια πάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου